- σχοινοδρόμος
- ο, ΝΑνεοελλ.ελκόμενο ντεκοβίλ χρησιμοποιούμενο σε ορυχεία και σε μεταλλείααρχ.αυτός που τρέχει, που βαδίζει πάνω σε σχοινί.[ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῖνος + -δρόμος (< δρόμος), πρβλ. πελαγο-δρόμος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σχοινοδρόμος — rope climber masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχοινόσυρτος — η, ο, Ν 1. αυτός που σύρεται με σχοινί 2. φρ. «σχοινόσυρτος σιδηρόδρομος» ή «σχοινόσυρτος συρμός» είδος μεταφορικού μέσου χρησιμοποιούμενο στα ορυχεία και στα μεταλλεία, ο σχοινοδρόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχοίνος / σχοινί + συρτός (< σύρω)] … Dictionary of Greek
σχοινοσιδηρόδρομος — Λέγεται και σχοινόδρομος. Σύστημα εναέριου σιδηρόδρομου για τη μεταφορά ατόμων. Η σιδηροτροχιά του σ. αποτελείται από δύο ατσάλινα σύρματα, ένα για την άνοδο κι ένα για την κάθοδο. Τα οχήματα είναι καμπίνες κατασκευασμένες από ξύλο ή από μέταλλο… … Dictionary of Greek